σοσιαλδημοκρατισμός

σοσιαλδημοκρατισμός
ο, Ν
η ιδεολογία και η πρακτική τής σοσιαλδημοκρατίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σοσιαλδημοκράτης + κατάλ. -ισμός*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”